για το όνειρο, το όραμα για την ου-τοπία

για το όνειρο, το όραμα για την ου-τοπία
...................................................για το όνειρο, το όραμα για την ου-τοπία
Δεν έχουμε δεν πληρώνουμε....
"Η χώρα δεν έχει ανάγκη από μια συμφωνία γενικά. Έχει ανάγκη από μια έξοδο από τα αδιέξοδα των μνημονίων, από μια σύνθετη πολιτική διεξόδου και αναγέννησης σε όλους τους τομείς, παραγωγικής και πνευματικής – κοινωνικής, εθνικής ανασυγκρότησης, που δεν μπορεί να γίνει μέσα από τα νεοφιλελεύθερα δόγματα και τους όρκους πίστης στις συνθήκες της Ε.Ε., χωρίς έναν σταθερό προσανατολισμό για μια νέα θέση της χώρας στον γεωπολιτικό άξονα. [Ο Δρόμος της Αριστεράς]

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Αριστερή κυβέρνηση: πώς θα πετύχει;



Παγκόσμιος καπιταλισμός, Ευρώπη και Αριστερά


του Χρήστου Λάσκου



ΈΡΓΟ ΤΟΥ ROBERT BERENY


1. Πού πάει το πράγμα; Είναι πιθανή μια συστημική κατάρρευση; Όπως σημείωνε ο σπουδαίος συμβουλιακός κομμουνιστής Πάουλ Μάτικ, πριν 30 χρόνια, «στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό κάθε κρίση μπορεί να εξελιχτεί σε τελική κρίση».


Πολλοί (από τον συμβουλιακό Ρόμπερτ Κουρτς και τον αναρχικό γεωγράφο Ντέιβιντ Γκράμπερ, μέχρι τον απολύτως μέινστριμ Ντέιβιντ Γκόρντον του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ, τον Μίνκι Λι που προφητεύει την χαοτική, τύπου Μαντ Μαξ, μετεξέλιξη του καπιταλισμού και τον Ιμάνουελ Βαλερστάιν, για τον οποίο το σύστημα τα επόμενα χρόνια θα αναφωνήσει «Τετέλεσται»), αμφισβητούν τη δυνατότητα του καπιταλισμού να διατηρήσει, έστω και μετριασμένη, την παραγωγική του δυναμική. Επιπλέον, έχει αναδειχθεί η αδυναμία του να ικανοποιήσει βασικές ανθρώπινες ανάγκες πολύ μεγάλου τμήματος του παγκόσμιου πληθυσμού, άρα και η μη νομιμοποίησή του, μαζί με την καθολική ανορθολογικότητα, από τη σκοπιά της σύνολης ανθρωπότητας.
Ξέρω ότι πολλοί σύντροφοι θεωρούν την αναφορά σε τέτοια «αποκαλυψιακά» ζητήματαεκκεντρικότητα. Χωρίς να μπορώ να επεκταθώ, θα επισημάνω κάποιους οδοδείκτες που μας προσανατολίζουν μέσα στο μακροϊστορικό πεδίο, ενώ, ταυτόχρονα, μας προσγειώνουν στο σήμερα.
α) Το 2008 υπήρξε η μεγαλύτερη πτώση του παγκόσμιου ΑΕΠ (2,5%) μετά το 1929. Έκτοτε, ο ρυθμός μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας υποχωρεί συνεχώς: 2010: 5.2%, 2011: 3.9%, 2012: 3.2%, 2013: 2.9%. Ειδικά για τις ανεπτυγμένες οικονομίες: 2010: 3%, 2011: 1.7%, 2012 :1.5%, 2013 :1.2%.
β) Σε όλη τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου, ο ρυθμός συσσώρευσης δεν ακολούθησε τον ρυθμό αύξησης του ποσοστού κέρδους. Η καθαρή επένδυση των καπιταλιστών έμεινε πολύ πίσω, πράγμα συνδεδεμένο και με τη χρηματιστικοποίηση.
γ) «Αν δεν είχε μεσολαβήσει η πετυχημένη νεοφιλελεύθερη επίθεση τη δεκαετία του ’80, η πρόβλεψη του Χένρικ Γκρόσμαν θα είχε από καιρό επιβεβαιωθεί»: το σύστημα θα έτεινε προς κατάρρευση (Ανουάρ Σέικ). Σήμερα, βρισκόμαστε μετά την αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού.
2. Υπάρχει κεϋνσιανή λύση, τώρα που στόμωσε ο νεοφιλελευθερισμός; Οι νεοκεϋνσιανοί ισχυρίζονται πως ναι, και μάλιστα τεχνικοοικονομικά εύκολη. Αν δεν έλειπε η πολιτική βούληση, όλα θα ήταν απλά. Με επέκταση της δημοσιονομικής ώθησης, παρεμβάσεις ανακούφισης των «υποθηκευμένων», πληθωρισμό 4%, ποσοτική χαλάρωση μέσω της αγοράς από την κεντρική τράπεζα «χαρτιών» από τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, υποτίμηση.
Είναι, λοιπόν, οι οπαδοί της λιτότητες τρελοί; Ναι, απαντούν ο Κρούγκμαν και ο Στίγκλιτς. Κάνουν λάθος. Πάσχοντας από έλλειψη ταξικού κριτηρίου, δεν κατανοούν πως η λιτότητα είναι συνέπεια, και όχι αίτιο της κρίσης. Θεωρούν, επομένως, πως το κρίσιμο είναι να πειστούν οι ελίτ να αλλάξουν πολιτική!
Προφανώς, είμαστε αναφανδόν με την αύξηση των μισθών, χωρίς, ταυτόχρονα, να πιστεύουμε πως αυτό απαντά στο ερώτημα της υπέρβασης της καπιταλιστικής κρίσης. Ο Ισόν το θέτει ξεκάθαρα. Όχι «wage led recovery», αλλά «να πληρώσουν οι πλούσιοι». Λέμε λοιπόν ναι στη μεγάλη δημόσια παρέμβαση, στην επέκταση της δημόσιας δαπάνης που θα κατευθυνθεί σε άμεση αύξηση της δημόσιας απασχόλησης, προσφορά εκπαίδευσης, υγείας και φροντίδας, μείωση της φτώχειας.
Μαζί με τα προηγούμενα, η ιδέα του κοινωνικού ελέγχου διαμορφώνει μια αντικαπιταλιστική στρατηγική οπτική. Ο έλεγχος αφορά τον περιορισμό των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας, θέτοντας ερωτήματα όπως: Τι γίνονται τα κέρδη τους; Μερίσματα ή απασχόληση; Τι γίνονται οι φόροι μας; Bailouts ή δημόσια αγαθά;
Εν τέλει, η μεγαλύτερη διαφορά με τους κεϋνσιανούς είναι η στόχευση στην κοινωνική-ταξική κινητοποίηση των μαζών, η επιλογή αυτού που βοηθάει τους αγώνες και όχι την «ανάπτυξη», γενικώς.
 3. Η ευρωζώνη έχει εκραγεί ως οικονομική οντότητα. Ήδη πριν την κρίση, χωρίς συναλλαγματική πολιτική, προϋπολογισμό, φορολογική εναρμόνιση η κατάσταση ήταν αλλοπρόσαλλη. Η κρίση την αποτελείωσε, επιδρώντας με ακραία ασύμμετρο τρόπο στις διαφορετικές περιοχές.
Το σχέδιο του ενιαίου νομίσματος αποδείχτηκε μη συνεκτικό — όχι, όμως, ταξικά αναποτελεσματικό. Η σύγκλιση δεν επήλθε, ο πληθωρισμός δεν συνέκλινε, οι ανταγωνιστικότητες απέκλιναν. Διαμορφώθηκε, έτσι, μια χαώδης μακροοικονομική συνθήκη στην Ε.Ε., στη βάση της οποίας βρίσκεται ο διαφορετικός δομικός πληθωρισμός κατά χώρα.
Επιπλέον, «εσωτερικοί όροι», όπως η εισοδηματική ανισότητα εντός των εθνικών κρατών, παίζουν καθοριστικό ρόλο. Πολλά προβλήματα της ελληνικής κρίσης οφείλονται στον ελληνικό καπιταλισμό: είναι μια ουσιώδης παράμετρος, όχι «παρωνυχίδα», όπως επιμένουν εκσυγχρονιστές και νεοφιλελεύθεροι. Η πραγματική ελληνική «ιδιαιτερότητα» συνίσταται στο ότι η ελληνική αστική τάξη –και δεν εννοώ τις «100 οικογένειες»– υπήρξε διαχρονικά από τις πιο εκμεταλλευτικές στην Ευρώπη, πράγμα που επέδρασε καθοριστικά στο χρέος (λόγω εξαιρετικά μειωμένων εσόδων) και στο εξωτερικό ισοζύγιο (λόγω της επίδρασης των πολυτελών εισαγωγών). Η εσωτερική ακραία ανισότητα προηγήθηκε της εξωτερικής ανισορροπίας (κατά κανόνα έχουμε μεγαλύτερο πληθωρισμό σε οικονομίες με μεγαλύτερες εισοδηματικές ανισότητες).
Η ευρωζώνη βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα: αποδόμηση ή ριζική επανίδρυση; Δίλημμα πραγματικό, και όχι εικονικό παράγωγο των «οπαδών του καλού ευρώ», απέναντι στο οποίο η ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί να μην τοποθετείται.
Επιπλέον, για μια ταξική και όχι εθνική οπτική της κρίσης, ας κρατήσουμε πως οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις έχουν ποικίλα και συχνά αντιτιθέμενα συμφέροντα, αλλά απέναντι στις εργατικές τάξεις αποτελούν ενιαίο και αρραγές μέτωπο. Η δημιουργία ενός αντίστοιχου εργατικού μετώπου σε ευρωπαϊκό επίπεδο συνιστά sine qua non προϋπόθεση για οποιαδήποτε εργατική απάντηση.
Στο μέτρο που η πρόταση της αποδέσμευσης ούτε καν αναρωτιέται γι’ αυτά, είναι εξαιρετικά αδύναμη στο σημαντικότερο πεδίο: το πολιτικό. Γιατί το κρίσιμο ζήτημα δεν έγκειται τόσο στο οικονομικό κόστος μιας εξόδου από το ευρώ, όσο στην πολιτική αδυναμία της επιλογής της αποδέσμευσης — εκτός αν θεωρεί κανείς πως οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις ευνοούν τη διαμόρφωση του ενιαίου εργατικού μετώπου.
Για να θυμηθώ ξανά τον Σέικ (και τον προβληματισμό του Μπαλιμπάρ), «το διακύβευμα της εποχής είναι πώς θα έχουμε κοινωνική ανατροπή, ώστε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της κρίσης, χωρίς να οδηγηθούμε σε πολέμους».
4«Γιατί έχασε η Αριστερά τη δεκαετία του ’70»; Ένα ερώτημα συναφές με τα τωρινά μας πάθη:
Στο Χωρίς Επιστροφή έχουμε τοποθετηθεί αναλυτικά. Συνοψίζω τις αιτίες της αποτυχίας, σε ό,τι αφορά την Αριστερά, σε τέσσερις λέξεις: κυβερνητισμός, κρατισμός, λαϊκομετωπισμός, εθνοκρατισμός.
Η εντύπωση πως φτάνει η κατάκτηση της κυβέρνησης, ενώ το κίνημα «θα στηρίζει», υπήρξε καταδικαστική για τα εγχειρήματα της εποχής.
Επ’ ουδενί είμαστε κρατιστές. Όχι το κράτος, αλλά η κοινωνία πρέπει να βρίσκεται στο προσκήνιο. Οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και εναλλακτικής οικονομίας και η έκρηξη δημοκρατίας των πλατειών δεν συνιστούν «υποστηρικτικά δευτερεύοντα», αλλά ουσιώδεις μετασχηματιστικές πρακτικές. Ο στόχος δεν περιορίζεται στο σταμάτημα της λιτότητας, αλλά στην κοινωνική ανατροπή.
Καμιά κυβέρνηση της Αριστεράς, κανένα κρατικό παρεμβατικό σχέδιο δεν τελεσφορεί χωρίς την από κάτω κίνηση· μόνο αυτή μπορεί να αλλάξει δραστικά τα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα, στην κατεύθυνση μιας «οικονομίας των αναγκών». Η πρόκληση στην καπιταλιστική ηγεμονία περνάει μέσα από πρακτικές όπου μεγάλος αριθμός ανθρώπων αλλάζει από τώρα τα πράγματα.
Τέλος, δεν διατυπώνουμε εθνικές στρατηγικές, οι οποίες αναγκαστικά αρθρώνονται με έναν ανιστόρητο λαϊκομετωπισμό, που δεν διακρίνει παρά «μεγάλο κεφάλαιο» και «λαό». Απαιτείται μια ταξική στρατηγική, που μας συνδέει με τους γερμανούς εργάτες, και όχι με δικά μας αφεντικά.
5. Σήμερα, η ριζοσπαστική Αριστερά, με όλες τις διαφορές, έχει σχεδόν ταυτόσημο πρόγραμμα, καθόλου ριζοσπαστικότερο, με το γαλλικό Κοινό Πρόγραμμα, την βρετανική Εναλλακτική Οικονομική Στρατηγική ή το σουηδικό σχέδιο Meidner του ’70. Ένα πρόγραμμα με άξονες: * ριζική αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου * αύξηση μισθών * μείωση ωρών εργασίας * αποεμπορευματοποίηση σημαντικών τομέων της οικονομίας * ενίσχυση βασικών υποδομών, καθολική παροχή δημόσιων αγαθών * διαγραφή ιδιωτικού και δημόσιου χρέους * κοινωνικοποίηση τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων. Κάτι σαφώς λιγότερο, δηλαδή, από την Εναλλακτική Στρατηγική των βρετανών Εργατικών του 1975.
Τι μπορεί, λοιπόν, να κάνει τη θετική διαφορά για το σημερινό πρόγραμμα; Η ταξική διάσταση και, μαζί, η διεθνιστική προοπτική.
Τα εγχειρήματα του ’70 είχαν μια σύμφυτη εθνική διάσταση, που λειτουργούσε υπονομευτικά εξαρχής. Η ταξική και η διεθνιστική προοπτική μπορεί να είναι η μεγάλη μας διαφορά. Η βαθιά γνώση, δηλαδή, πως αυτό που θα ξεκινήσει τοπικά δεν θα συνεχίσει –πολύ περισσότερο δεν θα ολοκληρωθεί– τοπικά. Ή θα βρει στήριξη στην εργατική τάξη στην Ευρώπη και τον κόσμο ή θα καταρρεύσει. Η μεγάλη διαφορά είναι η βαθιά γνώση πως τα συμφέροντα και οι ανάγκες των εργαζομένων σε Βορρά και Νότο είναι κοινά. Όχι γενικώς και θεωρητικώς, αλλά τώρα, στη συγκυρία.
Δεν κινούμαστε προς την εφαρμογή, «συνεκτική και ολοκληρωμένη», ενός προγράμματος, μολονότι αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Κινούμαστε προς μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση, που μπορεί να γίνει θρυαλλίδα για μια μεγάλη ανατροπή στην Ευρώπη και στον κόσμο. Αν δεν γίνει, θα σβήσει. Για να γίνει, πρώτη προϋπόθεση είναι η ενεργός αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων — άρα, από μέρους μας μια στρατηγική, αλλά και ρητορική, που θα ενδυναμώνει τους όρους αυτής της αλληλεγγύης.
Χρειαζόμαστε μια απάντηση περισσότερο οικουμενική από την οικουμενικότητα του κεφαλαίου.

Το άρθρο είναι συνεπτυγμένη μορφή της εισήγησης του Χρήστου Λάσκου στη Διεθνή Αντικαπιταλιστική Συνάντηση της Αθήνας (άνοιξη του 2013).

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Νόαμ Τσόμσκι: «Η Ελλάδα καταστρέφεται βάσει σχεδίου»

Τον έχουν χαρακτηρίσει «Αϊνστάιν της γλωσσολογίας», «Δαρβίνο της εποχής μας» και «κορυφαίο διανοούμενο του κόσμου». Είναι ένας από τους σημαντικότερους ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κάτι που του έδωσε και τον χαρακτηρισμό «ο αντιαμερικανός εξτρεμιστής», τον οποίο χρησιμοποιούν κυρίως οι Αμερικανοί. Η θεμελιώδης πλέον «Ιεραρχία Τσόμσκι», την οποία περιέγραψε το 1956, τον έχει καθιερώσει και ως έναν από τους σημαντικότερους γλωσσολόγους όλων των εποχών. Και όμως, παρ’ ότι έχεις όλα αυτά στο μυαλό σου όταν πηγαίνεις να τον συναντήσεις, ο 83χρονος Νόαμ Τσόμσκι είναι τελικά ακόμη πιο επιβλητικός και εντυπωσιακός από τη φήμη του.

Ο Νόαμ, όπως τον αποκαλούν όλοι στο ΜΙΤ, πηγαίνει κάθε ημέρα στο γραφείο του, στο Τμήμα Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας. Εκεί βρεθήκαμε στις 3.00 το μεσημέρι, 15 λεπτά νωρίτερα από το ραντεβού μας. Η Μπεβ Στολ, η βοηθός του, μας άνοιξε την πόρτα του προθαλάμου του γραφείου του. Είναι αυτή που κανονίζει τα πάντα για εκείνον με κάθε λεπτομέρεια: «Σε πέντε λεπτά θα μπείτε στο γραφείο του, ετοιμαστείτε και ο καθηγητής θα είναι μαζί σας στην ώρα του».

Ένα γραφείο γεμάτο βιβλία παντού. Στην τεράστια βιβλιοθήκη όλα είναι τοποθετημένα σε ράφια με γραμμένη από κάτω την κατηγορία στην οποία ανήκουν. Μια κατηγορία, όμως, ενώ έχει ετικέτα, είναι εντελώς κενή από βιβλία: «Intelligence». Σε κεντρικό σημείο υπάρχει μια τεράστια φωτογραφία του Μπέρτραντ Ράσελ και από κάτω γραμμένη η φράση με την οποία ξεκινά η αυτοβιογραφία του και προφανώς εκφράζει και τον Τσόμσκι: «Τρία πάθη, απλά, αλλά κατακλυσμιαία, εξουσιάζουν τη ζωή μου: Η λαχτάρα για αγάπη, η αναζήτηση της γνώσης και η ανυπόφορη θλίψη για τα βάσανα του ανθρώπινου είδους». Καθήσαμε σε ένα τραπέζι στο μέσον του γραφείου του, και ο Τσόμσκι κάθησε ακριβώς δίπλα μας. Ευτυχώς, γιατί εκτός του ότι είναι συναρπαστικό να τον έχεις κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής, είναι γνωστό ότι μιλάει πάρα πολύ σιγά. Εκτός όλων των άλλων, φημίζεται και για την απίστευτη μνήμη του, θυμάται απλώς τα πάντα, κάτι που δεν το αρνείται και ο ίδιος: «Ναι, θυμάμαι πολλά πράγματα, αλλά μερικές φορές είναι λίγο βασανιστικό, επειδή οι άλλοι συνήθως δεν θυμούνται». Μπορεί με μεγάλη ευκολία να πηγαίνει από το ένα θέμα στο άλλο σαν να «τραβάει» μέσα στο μυαλό του συρτάρια με γνώσεις και πληροφορίες. Άκουγε κάθε ερώτησή μας σκυφτός, κοιτώντας προς τα κάτω, και μόλις τελειώναμε σήκωνε αμέσως το βλέμμα του και έδινε την απάντησή του κοιτώντας μας κατάματα μέχρι τέλους.
Πάντως ο Τσόμσκι έκανε την πρώτη ερώτηση: «Αλήθεια, τι γίνεται στην Ελλάδα; Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα».
Ετοιμαζόμαστε να καταστρέψουμε την παγκόσμια οικονομία. Ετσι μας λένε. Όμως η Ελλάδα που είναι λιγότερο από το ένα χιλιοστό της παγκόσμιας οικονομίας θα καταστρέψει όλη την υφήλιο; Δεν είναι γελοίο αυτό;
«Πιστεύω ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η Ευρωπαϊκή Eνωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ ασχολούνται με το να καταστρέψουν την Ελλάδα και υπάρχει σχέδιο για αυτό. Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, και η Ελλάδα από μόνη της έχει πολλά εσωτερικά προβλήματα. Αυτά που προτείνει η τρόικα, όμως, κάνει αυτά τα προβλήματα πολύ χειρότερα και αδύνατον να λυθούν. Σχεδιάζουν και προτείνουν πολιτικές οι οποίες δεν οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη και στη λύση του προβλήματος και γι’ αυτό όσο προχωρούν τα μέτρα θα φέρνουν λιγότερη ελπίδα και άρα μεγαλύτερη απελπισία στον κόσμο».
Και τι θα κερδίσουν οι λεγόμενες «αγορές» από την καταστροφή της Ελλάδας;
«Ξέρετε, αυτό που ονομάζουν “αγορές”, δεν είναι κάτι ακαθόριστο. Είναι οι μεγάλες τράπεζες σε παγκόσμιο επίπεδο. Γερμανικές, γαλλικές και εμμέσως αμερικανικές τράπεζες. Η τραπεζική κοινότητα, λοιπόν, είναι αυτή που θέλει να αποπληρωθεί. Δεν τους ενδιαφέρει το τίμημα».
Πιστεύετε ότι θα τα καταφέρουν στο τέλος;
«Ήδη πληρώνονται εδώ και πολλά χρόνια. Έπαιρναν πάντα και παίρνουν ακόμη αυτό που θέλουν, αλλά το τελικό αποτέλεσμα ίσως είναι η καταστροφή της Ελλάδας. Η κατάσταση δεν είναι ανάλογη, αλλά υπάρχουν δύο παραδείγματα χωρών, όπως η Αργεντινή και η Ισλανδία, που δεν υπάκουσαν και πλέον πηγαίνουν καλά. Ωστόσο αυτές οι δύο χώρες είχαν το δικό τους νόμισμα, μπορούσαν να πουν “δεν δεχόμαστε τους νόμους του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος” και είχαν τη δυνατότητα να κινηθούν αλλιώς. Η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει ακριβώς αυτό, αφού δεν έχει το δικό της νόμισμα»
Πιστεύετε, παρ’ όλα αυτά, ότι μια επιστροφή στη δραχμή θα ήταν καταστρεπτική για εμάς;
«Ναι, παρ’ ότι είναι ένα πιθανό σενάριο. Γι’ αυτό πιέζει έτσι το ΔΝΤ, διότι ξέρει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να επιστρέψει στη δραχμή και συνεπώς γνωρίζει ότι μπορεί να πιέσει. Προσέξτε τον φασισμό του οικονομικού συστήματος. Είναι σαν να μου έχετε δανείσει εσείς χρήματα, με ληστρικά κιόλας επιτόκια, να σας αποπληρώνω για κάποια χρόνια και όταν ξαφνικά δεν μπορώ να σας πληρώσω άλλο, να μου λέτε: “Ωραία, θα πληρώσουν οι φίλοι και οι γείτονες για σένα”. Αυτό είναι το ΔΝΤ. Αν ένας επενδυτής, μια τράπεζα ας πούμε, έχει επενδύσει με ρίσκο σε μια χώρα, και βέβαια πάντα με ληστρικά επιτόκια, και κάποια στιγμή η χώρα δεν μπορεί πλέον να πληρώνει, έρχεται το ΔΝΤ και λέει ότι θα πληρώσουν άλλοι για σένα. Αυτοί, φυσικά, είναι πάντα οι φορολογούμενοι των άλλων χωρών, οι οποίοι δεν πήραν ποτέ το συγκεκριμένο δάνειο. Ολα γίνονται, αρκεί να μη χάσουν οι τράπεζες. Και τελικά να μην έχουν στην ουσία κανένα ρίσκο!».
Συγγνώμη, αλλά πώς το αποκαλείτε αυτό το σύστημα;
«Είναι το οικονομικό σύστημα “στυγνή ληστεία”».
Πολύ περιγραφικό όνομα για οικονομικό σύστημα…
«Μα δεν είναι καν μυστικό, το λένε και οι ίδιοι! Πριν από μερικά χρόνια ένας υψηλά ιστάμενος του ΔΝΤ το χαρακτήρισε “κοινότητα της πίστωσης και της επιβολής”. Ακριβώς όπως η Μαφία! Οπως οι μαφιόζοι, έχουν και τα λεφτά να σε δανείσουν, αλλά και τον τρόπο να σ’ τα πάρουν πίσω».
Αρα η ανυπακοή και η μη πληρωμή του χρέους μας είναι η πρότασή σας;
«Προσέξτε. Η ανυπακοή πολλές φορές θέλει ψυχραιμία και υπομονή. Και κυρίως να βρείτε τον τρόπο που σας ταιριάζει».
Το ίδιο σύστημα, όμως, δεν επιβάλλεται και εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες;
«Βεβαίως. Από τα πρώτα χρόνια του Ρίγκαν και ως σήμερα, πάρα πολλές φορές έχουν κληθεί οι αμερικανοί πολίτες να πληρώσουν τα κεφάλαια τραπεζών που χάθηκαν σε επενδυτικά ρίσκα που πήραν οι ίδιες εντός και εκτός ΗΠΑ. Αυτό, προσέξτε, δεν θα συνέβαινε σε ένα καπιταλιστικό σύστημα. Αλλά συμβαίνει στο δικό μας οικονομικό σύστημα, διότι απλώς είναι “γκανγκστερικό”. Μάλιστα υπάρχει και όνομα για αυτό το σύστημα, ο Στίγκλιτζ θα σας έχει μιλήσει φαντάζομαι. Ονομάζεται “πολύ μεγάλο για να αποτύχει”. Αυτό περιγράφει στην ουσία την πολιτική “παροχής εξασφάλισης” από την πλευρά της αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία διασφαλίζει στις τράπεζες και στους επενδυτικούς οργανισμούς πως “ό,τι ρίσκο και να πάρετε, όταν το σύστημα καταρρεύσει και δεν θα μπορείτε να πάρετε άλλα λεφτά, θα σας τα δώσουμε εμείς από τα χρήματα των φορολογουμένων”. Παρεμπιπτόντως, το σύστημα καταρρέει κάθε τόσο».
Οι οίκοι αξιολόγησης τι ρόλο παίζουν σε όλα αυτά;
«Οι οίκοι αξιολόγησης συμπληρώνουν ιδανικά το “γκανγκστερικό σύστημα”, αφού έχουν συνυπολογίσει, πριν από κάθε επένδυση, ότι αν κάτι δεν πάει καλά στη χώρα στην οποία γίνονται επενδύσεις, τότε θα αναλάβει τα χρέη η εκεί κυβέρνηση, δηλαδή οι φορολογούμενοι. Δηλαδή κάτι το οποίο αποτελεί σκάνδαλο, αυτοί το έχουν συμπεριλάβει στους υπολογισμούς τους! Γι’ αυτό και κάποιοι, πολύ λίγοι, ακόμη και μέσα σε αυτήν την κρίση, τα καταφέρνουν μια χαρά. O ρόλος των οίκων αξιολόγησης ενισχύθηκε από τη δεκαετία του ’70 και μετά, όταν το σύστημα πραγματικά απογειώθηκε και συγκεντρώθηκε τεράστιος πλούτος στα χέρια πολύ λίγων. Όλοι γνωρίζουν ότι οι ΗΠΑ είναι μια χώρα ανισοτήτων, αλλά αυτό που ίσως δεν είναι αντιληπτό είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος αυτής της ανισότητας προέρχεται από το ένα τοις χιλίοις του πληθυσμού».
Και εμείς οι πολίτες, όμως, δεν αντιδράσαμε καθόλου και τα αποδεχτήκαμε όλα αυτά που καθορίζουν τη ζωή μας.
«Μα δεν τα έχουμε αποδεχτεί! Δεν μας δόθηκε καμία επιλογή και καμία εναλλακτική. Δεν μας ρώτησε κανένας: “Σας αρέσει το ΔΝΤ;”. Εμένα δεν με ρώτησε κανένας, εσάς; Απλώς το σχεδίασαν και μας το επέβαλαν».
Γι’ αυτό η Goldman Sachs, ας πούμε, αν και βασική υπεύθυνη της κρίσης, βγάζει ακόμη τεράστια κέρδη;
«Ακριβώς. Αν και είναι βασικοί υπεύθυνοι και από τους αρχιτέκτονες της κρίσης, τα πάνε μια χαρά, με τεράστιους μισθούς και με μπόνους. Αυτό συμβαίνει επειδή απλώς ανήκουν στο σύστημα που προανέφερα. Η Goldman Sachs τώρα είναι πλουσιότερη από ποτέ. Αλλά ο κόσμος δεν εστιάζει σε γεγονότα όπως αυτό, διότι η προπαγάνδα αναζητεί και βρίσκει άλλους “υπεύθυνους” να κατηγορήσει. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, όμως, ένα από τα μεγαλύτερα λάθη είναι να στοχοποιείς διάφορες κοινωνικές ομάδες».
Η στοχοποίηση, όμως, συμβαίνει και από τις δύο πλευρές. Και από το κράτος προς κάποιους, αλλά και από τους πολίτες προς κάποιους άλλους. Δεν είναι επικίνδυνο αυτό; Υπάρχει «καλή» στοχοποίηση;
«Όχι βέβαια. Προσέξτε τι γίνεται. Από την πλευρά του κράτους έχουμε ορισμένους ιδιαίτερα εύκολους στόχους, όπως είναι για παράδειγμα οι δάσκαλοι και η Παιδεία γενικότερα. Από την πλευρά του πληθυσμού τώρα, έχουμε τον εύκολο στόχο, που είναι οι αλλοδαποί, και στην Ευρώπη εξαπλώνεται ανησυχητικά το φαινόμενο της μετανάστευσης. Στην Ουγγαρία με το νεοφασιστικό κόμμα Τζομπίκ, στην Αγγλία με το Βρετανικό Εθνικό Μέτωπο και την Αγγλική Αμυντική Λίγκα. Και αν σας ακούγεται ανακουφιστικό ότι σε διάφορες χώρες της Ευρώπης τα ακροδεξιά ρατσιστικά κόμματα παίρνουν κάτω από 10%, μην ξεχνάτε ότι το 1928 στη Γερμανία το Ναζιστικό Κόμμα είχε πάρει κάτω από 3%. Πέρυσι βγήκε στη Γερμανία το βιβλίο του Τίλο Σαραζίν “Η Γερμανία καταργεί τον εαυτό της”, στο οποίο ισχυρίζεται ότι οι μετανάστες καταστρέφουν τη χώρα. Έγινε μπεστ σέλερ. Η δε καγκελάριος Μέρκελ, παρ’ ότι καταδίκασε το βιβλίο, δήλωσε ότι η πολυπολιτισμικότητα έχει τελικά αποτύχει. Οι Τούρκοι και οι Άραβες που τους έκαναν εισαγωγή για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά “απέτυχαν”, δηλαδή, να γίνουν ξανθοί και γαλανομάτηδες, κανονικοί άριοι…».
Υπάρχει πάντως το παράδοξο σε καιρούς οικονομικής και κοινωνικής ηρεμίας οι άνθρωποι να επιλέγουν τον καπιταλισμό και να θυμούνται όλα τα κακά του σοσιαλισμού. Οταν όμως έρχεται η οικονομική κρίση, τότε βρίζουν τα κακά του καπιταλισμού και μνημονεύουν τα καλά του σοσιαλισμού. Είναι λίγο ανόητο αυτό. Πώς γίνεται να αλλάξει;
«Αυτό είναι και το ένα και μοναδικό μήνυμα που πραγματικά έχω να δώσω. Δεν είναι συνταγή και πρέπει ο καθένας να το καταφέρει μόνος του: Χρησιμοποιήστε την κοινή λογική».
Με αυτό που λέτε ελπίζετε να βελτιώσετε τον κόσμο;
«Δεν θέλω να βελτιώσω τον κόσμο, θέλω οι άνθρωποι να τον βελτιώσουν».
Ποια είναι η άποψή σας για τον Μπαράκ Ομπάμα; Σας φαίνεται, όπως λένε, να έχει ξεχάσει ότι ο Λευκός Οίκος χτίστηκε από χέρια μαύρων;
«Όταν εξελέγη ο Ομπάμα, δεν είχα καμία προσδοκία από αυτόν. Το είχα γράψει και το είχα πει πριν από την εκλογή του. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε καθόλου αρχές. Είναι ένας οπορτουνιστής χωρίς αρχές. Από την άλλη όμως, το να έχουμε μια οικογένεια μαύρων στον Λευκό Οίκο είναι ένα μεγάλο ιστορικό κατόρθωμα. Συμβολίζει σπουδαία πράγματα για την τεράστια ομάδα των Αφροαμερικανών, αλλά κυρίως για την παγκόσμια κουλτούρα και τον πολιτισμό. Το να περιμένεις, πάντως, κάτι από τον Ομπάμα είναι τεράστιο λάθος».
Ολα αυτά τα χρόνια που σας ακούω και σας διαβάζω, μου θυμίζετε ήρωα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
«Αλήθεια; Μισό λεπτό να καλύψω τις φτέρνες μου».
Ειλικρινά, μοιάζει σαν να προσπαθείτε να αλλάξετε τη μοίρα που οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν επιλέξει για τον εαυτό τους. Αυτό δεν είναι κάπως μάταιο; Στο τέλος δεν θα είναι έτσι και αλλιώς χαμένη μάχη;
«Όχι, δεν την έχουν επιλέξει οι άνθρωποι τη μοίρα τους. Εγώ πάντως δεν την έχω επιλέξει. Έχει όμως σχεδιαστεί. Ο Ανταμ Σμιθ (που έγραψε τον “Πλούτο των εθνών”) δεν ήταν ηλίθιος που έγραψε αυτά που έγραψε».
Ας περάσουμε σε κάτι άλλο που αφορά την Ελλάδα. Πώς εξηγείτε την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας;
«Υπάρχουν πάρα πολλοί ιστορικοί λόγοι για αυτό. Πάντως πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει μπει σε ένα παιχνίδι υπερβολικής σπατάλης για όπλα και αυτό έχει προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στη χώρα, αφού ο προϋπολογισμός για τους εξοπλισμούς είναι πολύ μεγαλύτερος από όσο θα μπορούσε να αντέξει η οικονομία σας. Σκεφτείτε λίγο πρακτικά. Στην ακραία περίπτωση σοβαρής εμπλοκής μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, η πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί όλος αυτός ο στρατιωτικός εξοπλισμός και να φέρει αποτέλεσμα είναι σχεδόν μηδενική. Διότι απλώς η δύναμη της Τουρκίας είναι πολλαπλάσια ποσοτικά».
Ομως στην ουσία οι ΗΠΑ μάς έχουν υποχρεώσει σε αυτά τα τεράστια έξοδα για εξοπλισμούς.
«Φυσικά. Το λατρεύουν αυτό οι ΗΠΑ. Σχεδόν όλη η οικονομία των ΗΠΑ στηρίζεται στους εξοπλισμούς. Σκεφτείτε ότι επί Μπιλ Κλίντον η Τουρκία έγινε αναλογικά ο υπ’ αριθμόν ένα αγοραστής όπλων στον κόσμο μαζί με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Αυτός είναι και ένας πολύ βασικός λόγος για τον οποίο εξοπλίζουμε το Ισραήλ. Εκτός από το ότι το κάνουμε για να ευχαριστήσουμε το ισραηλινό λόμπι, τους εξοπλίζουμε για να τους χρησιμοποιήσουμε και ως “διαφημιστικό”, ως “teaser” για άλλες χώρες. Τα όπλα που αγοράζει το Ισραήλ δεν είναι καμία σοβαρή ποσότητα, αλλά μετά έρχεται η Σαουδική Αραβία και λέει ότι θέλει εκατονταπλάσια ποσότητα από τα ίδια όπλα. Αλλά, για να είμαστε δίκαιοι, δεν το κάνουν μόνο οι ΗΠΑ. Το κάνει και η Βρετανία».

Οι μεγάλες δυνάμεις, όμως, γιατί κάνουν εδώ και δεκαετίες τα «στραβά μάτια» στις παρανομίες που έχει διαπράξει η Τουρκία;

«Μερικές φρικαλεότητες της Τουρκίας έχουν γίνει και με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως αυτές που διέπραξε τη δεκαετία του ’90 στο νοτιοανατολικό της τμήμα εναντίον των Κούρδων, οι οποίοι είναι περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της. Μετά η Τουρκία πήρε μέρος και στον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας».

Οι διανοούμενοι της Ευρώπης, όμως, δεν πολυμιλάνε για όλα αυτά. Τελικά ο διανοούμενος που υπηρετεί τους δυνατούς μπορεί να συνεχίσει να λέγεται έτσι;

«Αυτή της Τουρκίας δεν είναι η μόνη περίπτωση, αλλά είναι πολύ ενδεικτική της κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι διανοούμενοι της Δύσης».

Την ένταση που υπάρχει τελευταία μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ πώς την εξηγείτε;

«Αυτήν τη φορά η Τουρκία έχει έναν πολύ καλό λόγο, αφού ένα τουρκικό πλοίο δέχθηκε επίθεση σε διεθνή ύδατα και σκοτώθηκαν εννέα Τούρκοι. Αυτό ήταν κανονική πειρατεία. Οι Ισραηλινοί άλλωστε συνηθίζουν να τα κάνουν αυτά από παλιά. Κανένα κράτος δεν θα τη γλίτωνε με αυτά που κάνει το Ισραήλ, αλλά όταν έχεις τις ΗΠΑ από πίσω σου, κάνεις ό,τι θέλεις. Σκοτώθηκαν λοιπόν από τα πυρά των Ισραηλινών εννέα άνθρωποι, από τους οποίους να σημειώσουμε κανένας δεν ήταν αμερικανός πολίτης, και η Τουρκία απαίτησε από το Ισραήλ να ζητήσει συγγνώμη».

Πιστεύετε δηλαδή ότι πίσω από τις κινήσεις τις Τουρκίας κρύβεται και αίσθημα δικαίου;

«Οχι. Ξέρετε εσείς να υπάρχει κάποιο κράτος που να είναι κράτος δικαίου; Τα κράτη δεν είναι οργανισμοί ήθους και ηθικής, είναι οργανισμοί ισχύος».

Πιστεύετε ότι θα υπάρξει κάποια στιγμή στο μέλλον ένα κράτος που θα είναι κράτος δικαίου;

«Όχι, ποτέ. Εφόσον κάτι είναι κράτος δεν μπορεί να είναι δίκαιο. Βέβαια, φυσικά και υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι που είναι ηθικοί και οι οποίοι προσπαθούν να επιβάλλουν το ήθος τους σε κάποια κομμάτια του κράτους. Αλλά το να περιμένεις από ένα κράτος ισχύος να συμπεριφέρεται δίκαια είναι μάταιο και ανόητο. Τα κράτη ως οργανισμοί λειτουργούν με τις δικές τους αρχές και τα δικά τους συμφέροντα. Ολη η ιστορία των κρατών είναι κάπως έτσι».

Οι λαοί, λοιπόν, κάνουν ένα διαρκές ταξίδι από ελπίδα σε ελπίδα και από όνειρο σε όνειρο, χωρίς αυτό να οδηγεί κάπου καλύτερα;

«Όχι, εγώ δεν το βλέπω έτσι. Εγώ το βλέπω περισσότερο σαν το σκαρφάλωμα ενός βουνού με στόχο να κατακτήσεις την κορυφή. Κάθε φορά όμως που φτάνεις στην κορυφή που έχεις βάλει στόχο, ανακαλύπτεις ότι από εκεί φαίνεται μια άλλη, νέα, πέρα από αυτήν που κατέκτησες, και πρέπει να αρχίσεις πάλι το ταξίδι. Τότε όμως δεν πρέπει να ξεχνάς ότι έχεις ήδη κατακτήσει τον προηγούμενο στόχο σου. Νομίζω ότι αυτή είναι όλη η ανθρώπινη Ιστορία, επαναλαμβανόμενες κορυφές, για τις οποίες κάποιοι έχουν παλέψει ώστε να κατακτηθούν. Το πιο φυσιολογικό λοιπόν είναι να βρίσκει ο άνθρωπος μπροστά του ακόμη ψηλότερες κορυφές, τις οποίες δεν γνώριζε από πριν, και θα πρέπει να τις κατακτήσει. Αρα δεν πιστεύω ότι το ταξίδι είναι χωρίς ελπίδα, είναι απλώς μια συνεχής επίτευξη στόχων».

Και το ταξίδι θα υπάρχει έπειτα από κάθε άνθρωπο και έπειτα από κάθε εποχή;

«Ακριβώς. Γι’ αυτό σε κάθε εποχή ας κάνει ο άνθρωπος τη δουλειά του, που είναι να κατακτήσει τις κορυφές που του αναλογούν. Δείτε τι συνέβη με τη Λατινική Αμερική. Ήταν επί 500 χρόνια κάτω από φοβερή καταπίεση, κυρίως των Ευρωπαίων και μετά των Αμερικανών. Όλα αυτά τα χρόνια εκατοντάδες προσπάθειες να απελευθερωθούν κατεστάλησαν και πνίγηκαν στο αίμα. Όμως τα τελευταία δέκα χρόνια οι λαοί της Λατινικής Αμερικής έχουν φέρει τα πάνω κάτω. Απελευθέρωσαν τις χώρες τους από τις χούντες και την καταπίεση με τρόπο εντυπωσιακό».

Πιστεύετε ότι μπορεί να συμβεί το ίδιο και με την «Αραβική άνοιξη»;

«Έχουν ήδη υπάρξει τεράστιες αλλαγές, οι οποίες πιθανότατα θα είναι μόνιμες. Βέβαια έχουν πολύ δρόμο ακόμη μπροστά τους, αλλά μετρούν ήδη κάποιες σημαντικές επιτυχίες. Μία από αυτές, την οποία φυσικά δεν πολυπροβάλλουν τα δυτικά ΜΜΕ, είναι η δημιουργία πραγματικού εργατικού κινήματος στην Τυνησία και στην Αίγυπτο, χώρες οι οποίες δεν είχαν ποτέ κάτι τέτοιο. Τώρα πλέον είναι δυνατόν ακόμη και σε αυτές τις δύο χώρες να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο εργατικό συνδικάτο».

Αυτή η απελπισία τού σήμερα πώς μπορεί να αλλάξει και να γίνει ελπίδα;

«Δεν ξέρω. Αν γνωρίζετε την απάντηση πείτε τη και σε εμάς. Την έχουμε ανάγκη απεγνωσμένα».

Η εποχή χαρακτηρίζεται από την απουσία σπουδαίων ηγετών, ειδικά στην Ευρώπη, αλλά και αλλού. Είναι άραγε θέμα κακής συγκυρίας ή φυσιολογικό αποτέλεσμα των καιρών;

«Δεν πρέπει να ψάχνεις για σπουδαίους ηγέτες. Αν κάνεις εσύ κάτι σημαντικό, θα δημιουργήσεις τη δική σου σπουδαία ηγεσία και δεν θα επιτρέψεις να δημιουργηθεί αυτό που ονομάζεις ανεπαρκή ηγεσία».

Μήπως ένα μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι συγχέουμε εντελώς τις έννοιες «συνηθισμένο» και «φυσιολογικό» και πλέον πιστεύουμε ότι αυτό που είναι συνηθισμένο στη ζωή μας είναι και το φυσιολογικό;
«Σωστό είναι αυτό, πρέπει όμως να καταφέρνεις να διακρίνεις μέσα σου τις αληθινές, τις ειλικρινείς κινητήριες δυνάμεις».
Για εσάς ποιες είναι αυτές οι βασικές κινητήριες δυνάμεις;
«Είναι πολλές και γνωρίζω μερικές από αυτές. Για παράδειγμα, η δυστυχία από την οποία υποφέρουν οι άνθρωποι και κυρίως αυτή για την οποία έχω συνυπευθυνότητα. Αυτό είναι βασανιστικό. Ζούμε σε μια ελεύθερη κοινωνία και τα προνόμιά μας σημαίνουν αυτόματα και ευθύνες».
Μοιάζει πάντως στην Ελλάδα οι άνθρωποι να έχουμε υποστεί συλλογική κώφωση: μιλάμε όλοι, ενώ κανένας δεν ακούει κανέναν. Δεν είναι ένα βασικό πρόβλημα αυτό;
«Θα σας πω κάτι από τη δική μου πείρα. Η οικογένειά μου ανήκε στην εργατική τάξη και υπήρχαν πολλοί άνεργοι. Αντικειμενικά τότε η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη απ’ ό,τι είναι τώρα. Υποκειμενικά, όμως, τότε ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα ως προς την προοπτική. Τώρα επικρατεί κυρίως μια τεράστια απελπισία σε σχέση με το μέλλον, ενώ τότε κυριαρχούσε η ελπίδα ότι “δεν έχουμε τίποτε, αλλά μπορούμε να κάνουμε πράγματα για ένα καλύτερο αύριο”. Μαζευόμασταν και κουβεντιάζαμε για το πώς θα βελτιώσουμε την κατάσταση για την οικογένειά μας. Αυτό ακριβώς πρέπει να κάνει κάθε μικρή κοινωνική ομάδα και τώρα στην Ελλάδα».
Είναι γνωστό ότι αγαπάτε τη χώρα μας και ότι καλός προφήτης είναι αυτός που αγαπά. Τώρα που κλείνουμε αυτήν τη συζήτηση τι θα προφητεύατε για εμάς;
«Σας εύχομαι, μέσα από την καρδιά μου, να έχετε πολλή και καλή τύχη σε αυτούς τους ιδιαίτερα δύσκολους και επίπονους καιρούς, με όλες αυτές τις ισχυρές δυνάμεις που προσπαθούν να συντρίψουν την ελληνική κοινωνία και τη χώρα σας».

Νόαμ Τσόμσκι: Η Ελλάδα στην πρώτη γραμμή ανατροπής των Μνημονίων
* Τη συνέντευξη πήρε ο Μάκης Προβατάς και δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 16 Οκτωβρίου 2011.